- ζουζούνισμα
- το, -ατοςβούισμα, βουητό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζουζούνισμα — το [ζουζουνίζω] το αποτέλεσμα τού ζουζουνίζω, ο ήχος «ζζζ...» που παράγεται από μερικά έντομα, το βούισμα, ο βόμβος εντόμων … Dictionary of Greek
ζιζίνισμα — το [ζιζινίζω] ζουζούνισμα, σιγοτραγούδημα … Dictionary of Greek
ζουζούρισμα — το [ζουζουρίζω] βλ. ζουζούνισμα … Dictionary of Greek